Κάποιες σκέψεις πάνω στον φασισμό και το κράτος


Αναδημοσίευση από: a ruthless critique against everythingexisting

Μου είναι σχεδόν αδύνατο να πάρω τη σκέψη μου από το ζήτημα του φασισμού, κυρίως λόγω της δυναμικής εμφάνισης του στην κοινωνική ζωή της χώρας, αλλά και λόγω του ότι η Ουκρανία τον έβαλε επιτακτικά πάνω στο τραπέζι ως ζήτημα. Επίσης τα γεγονότα Μπαλτάκου δεν μπορούν να μας αφήσουν αδιάφορους.
Ο φασισμός επανήλθε στο προσκήνιο από το 2009 και μετά περίπου με δύο τρόπους. Πρώτον με την όλο και μεγαλύτερη επίκληση από όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού, κοινωνικές ομάδες κτλ, που κατηγορούσαν η μία την άλλη/ ή/ και το κράτος ως φασιστικό. Δευτερευόντως η άνοδος του κοινωνικού φασισμού, ως πραγματικότητα, ως «μορφή κινήματος» ως κοινωνική πρακτική, που συμπυκνώθηκε μεταξύ τριών πολιτικών σχηματισμών: του ΛΑΟΣ, της ΧΑ και του Δικτύου 21 της ΝΔ.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι σημερινό κράτος έχει αυξήσει την καταστολή του κατακόρυφα. Αυτό φυσικά το κάνει για έναν και μόνο λόγο. Για να αυξήσει την υποτίμηση της εργατικής δύναμης, να ελέγξει το πλήθος των αντιφάσεων που εμφανίζονται. Αυτό το χαρακτηριστικό του ρόλου του κράτους την εποχή της αναδιάρθρωσης είναι το πλέον εμφανές και το πλέον κοινό με το φασιστικό κράτος. Όμως, όπως θα πω και παρακάτω, δεν έχουμε ένα φασιστικό κράτος. Θα φτάσω ξανά σε αυτό το συμπέρασμα μέσω μιας σειράς προκειμένων σκέψεων. Κυρίαρχοι προβληματισμοί είναι οι σχέσεις συγγένειας φασισμού και δημοκρατίας, αλλά και  πως αυτή η σχέση επηρεάζεται από τη σύγχρονη καπιταλιστική πραγματικότητα. Και σε αυτό το βαθμό, πως διαφοροποιείται από το παρελθόν.

Ο Καρλ Σμιτ και η διαλεκτική δημοκρατίας-φασισμού
Η παραπάνω φύση της συναίνεσης εμφανίζεται καθαρότερα στην θεωρητική μορφή που ήρε ο ναζισμός και ο φασισμός. Ο Καρλ Σμιτ όταν καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα της Βαϊμάρης δεν το έκανε από αντικομμουνιστική πλευρά (μόνο), αλλά κατηγορούσε τη δημοκρατία ότι δεν κατάφερε να συγκροτήσει ένα κράτος ικανό να είναι ουδέτερος διαχειριστής ως προς τον κοινωνικό ανταγωνισμό, καθώς ανοίγοντας τις πόρτες του, έγινε έρμαιο του. Έστρεφε ουσιαστικά την ίδια την υπόσχεση της δημοκρατίας(περί κοινωνικής γαλήνης μέσω συναίνεσης) εναντίων της. Το κράτος δεν μπορούσε να είναι συλλογικός καπιταλιστής, καθώς ως σφαίρα «είχε διαβρωθεί από το κοινωνικό», συνεπώς δεν υπήρχε κανένας κριτής στην ταξική αντιπαράθεση, κανένας που να έχει τη δυνατότητα της ρύθμισης, όπως ο ίδιος λέει «πολιτικό είναι αυτό που προσανατολίζεται στην δυνατότητα κρίσιμης απόφασης πάνω στην καθορισμένη περίπτωση κυρίως στις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης». Συνεπώς ο Σμιτ κατηγορεί τη Βαϊμάρη (και τη Δημοκρατία) ότι το κράτος δεν πρέπει να είναι ούτε εργατικό ούτε αστικό, δεν πρέπει να είναι στα χέρια καμίας τάξης και να το διαχειρίζεται, αλλά και να αναγνωρίζει την αξία τους, τον κοινωνικό τους ρόλο, αλλά και τα όρια τους. Ο Σμιτ αντιστρέφει το δημοκρατικό επιχείρημα, περί «κοινωνικής συναίνεσης μέσω δημοκρατικού διαλόγου» καθώς θεωρεί ότι ο ατομισμός (που επικρατεί σε μια κεφαλαιοκρατική κοινωνία) δεν έχει τέλος, συνεπώς δεν μπορεί να ρυθμιστεί «μόνος του», συνεπώς έχει ανάγκη ένα αντικειμενικό κράτος. Στο πλαίσιο της πολιτικής του θεωρίας, αυτή ή αντιμετώπιση της «πιθανότητας ρήξης της αστικής κοινωνίας μέσω των εσωτερικών της αντιφάσεων» αντιμετωπίζεται με φυγή α) στο κλείσιμο του κράτους στις μάζες, και β) στον συλλογικό στόχο,και την συλλογική ιδεολογία που κινείται προς μια κατεύθυνση, έχει έναν ιδιαίτερο στόχο κτλ. Το κράτος θα είναι συλλογικός εκφραστής αυτού του στόχου, του γενικού συμφέροντος και συνεπώς θα είναι και πραγματικά  «λαϊκό» καθώς θα είναι εκφραστής του συλλογικού στόχου-και όχι μόνο κάποιας κοινωνικής τάξης- ενώ ταυτόχρονα θα είναι και αντικειμενικός κριτής των κοινωνικών συγκρούσεων, ως προς τον συλλογικό στόχο.
Διαβλέπεται στο εγχείρημα λοιπόν ο ίδιος πυρήνας προβληματισμών που αναγνωρίζει και η δημοκρατία, απλώς προτείνονται άλλες λύσεις. Και οι δύο λένε, ότι η κοινωνική ανισότητα(ή ακόμα η κοινωνική αντιπαράθεση, πέρα από το άμεσο ταξικό ζήτημα) είναι  φυσικά-και όχι κοινωνικά-καθορισμένη συνεπώς χρήζει διαρκούς ρύθμισης. Πέρα από αυτό, η ίδια η σχέση ανταλλαγής, η καπιταλιστική, αναγιγνώσκεται ως απόλυτα φυσική, και γίνεται μια ποσοτικοποιημένη κριτική της-στον υπερβολικό πλούτο ή στην υπερβολική ατομικότητα, τόσο του προλεταριάτου όσο και των «αστών» κτλ.. Εξακολουθητικά το άτομο θεωρείται κύριος του εαυτού του, δηλαδή υπαίτιος της ύπαρξης του, a priori άτομο σε μια κοινωνία a priori ατόμων. Συνεπώς -τόσο ως προς τη δομημένη. αλλά και ως προς τη δομούσα κοινωνική πρακτική- οι δύο λογικές έχουν στον κέντρο τους την «ιδιωτική» αντίληψη της κοινωνίας. Και οι δύο κρατικές θεωρίες θεωρούν ότι πρέπει να βρεθεί ένα σημείο κοινωνικής ισορροπίας. Οι λύσεις που προτείνουν είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Η δημοκρατία προτείνει ως προς την ουδετερότητα του κράτους, την ρητή αναγνώριση όλων των ταξικών συγκρούσεων και την αναγωγή τους μέσω της πολιτικής διαμεσολάβησης σε μια αφηρημένη πολιτική σφαίρα, κοινωνικών δικαιωμάτων και επί ίσοις όροις πρόσβαση στο κράτος Σε μοριακό επίπεδο, σε επίπεδο κοινωνικό, προτείνεται η ανεκτικότητα και ο σεβασμός, και η αναγωγή των διαφωνιών σε πολιτικό/κρατικό επίπεδο(να μεταφέρονται δηλαδή σε μια βουλή ή σε μια δικαστική αίθουσα). Επειδή εδώ όμως δεν είναι δυνατός ο καθορισμός του ορθού, η δημοκρατία υποκύπτει αναγκαστικά στην αρχή της πλειοψηφίας. Από την άλλη ο φασισμός, προτείνει για την ουδετερότητα του κράτους, το τράβηγμα του από τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Όλες οι κοινωνικές αντιθέσεις αναγνωρίζονται ρητά(όπως και στην δημοκρατία) αλλά δεν προτείνεται η αφαίρεση τους αλλά η συγκεκριμενοποίηση τους ως προς το «συλλογικό καλό» ουδέτερος και αδέκαστος κριτής και εκφραστής του οποίου είναι το κράτος. Σε μοριακό κοινωνικό επίπεδο συνεπώς προτείνεται η πειθαρχία, η μη ανοχή σε οποιαδήποτε κοινωνική σύγκρουση που να παραβιάζει τους αστικούς ρόλους και συνεπώς το «συλλογικό όραμα, καλό κτλ.» (το κράτος δηλαδή βγαίνει από το κοινοβούλιο και τη δικαστική αίθουσα, χωρίς περιθώρια διαλόγου, και πάει αυτό στον δρόμο, είναι παρόν κοινωνικά παντού, με αστυνομία, νόμους κτλ. αλλά ταυτόχρονα και με κάποια μορφή κορποραρισμού). Αυτό το συλλογικό όραμα δεν είναι τίποτα άλλο από μια έκδοση φετιχοποιημένης ομαδοποίησης και ιστορικής αποστολής, που η αστική κοινωνία και η δυναμική της παράγει και θεωρεί δεδομένες και a priori, στη βάση της αστικής αντίληψης περί ατόμου. Το έθνος, το μίσος εναντίων Εβραίων που είναι κακοί ή άλλων κτλ. Συνεπώς τόσο ο φασισμός όσο και η Δημοκρατία προσπαθούν να απαντήσουν στα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν από την καπιταλιστική κοινωνία: χρειαζόμαστε έναν ουδέτερο διαιτητή στην συσσώρευση. Η μεν δημοκρατία προσπαθεί να το πετύχει μέσω μιας γενικής συναίνεσης μέσω μιας αφαίρεσης, ο δε φασισμός με την επιβολή της δύναμης. Ακριβώς αυτοί οι κοινοί προβληματισμοί που απασχολούν «δημοκράτες και φασίστες» είναι που τους κάνουν να συστρατεύονται σε καιρούς που το προλεταριακό -ή όποιο άλλο κίνημα- κινδυνεύει να διαρρήξει τις σχέσεις και κυρίως να καταλάβει την πολιτική εξουσία. Οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους προσεγγίζουν το ζήτημα του κράτους, τους κάνουν σε καιρούς «κοινωνικής ευμάρειας» να μισούν θανάσιμα ο ένας τον άλλο.
Συνεπώς τόσο ο φασισμός -δια της δύναμης- όσο και η δημοκρατία, είναι μορφές κοινωνικής συναίνεσης, και σε τελική ανάλυση εγγυητές της συσσώρευσης και της πλεονεκτικής θέσης που αυτή εξασφαλίζει μέσω της εκμετάλλευσης.  Από την άλλη η κομμουνιστική κίνηση, είναι αυτή που ρητά αναγνωρίζει τον εαυτό της ως κομμάτι των αστικών αντιφάσεων, και συνεπώς αναγνωρίζει το αντιφατικό και συγκρουσιακό της αστικής κοινωνίας, αλλά αντί να απαιτεί τη διαιτησία της απαιτεί την κατάργηση της(και άρα και του εαυτού της). Αυτό που κάνει τη δημοκρατία να κατηγοριοποιείται μαζί με τον φασισμό είναι η θετικότητα τους ως προς τον τρόπο συσσώρευσης, και αυτό κάνει και άστοχη τη χρήση του “φασισμού” ως χαρακτηρισμού του τρόπου αλληλεπίδρασης απλά(πχ το να τα σπάνε οι διαδηλωτές είναι φασιστικό).
Τι γίνεται τότε με τη Λαϊκότητα του Φασισμού; Ο φασισμός σήμερα.
Αρχικά ο φασισμός ως ιστορική μορφή, διαχείρισης της συσσώρευσης εμφανίστηκε σε μια ιστορική συγκυρία ως αντίθεση στην κεντρικότητα του επαναστατικού προλεταριάτου στην ταξική πάλη. Στην Ιταλία, την Γερμανία, την Ισπανία, υπήρχαν δυνατά προλεταριακά κινήματα, ενώ σε χώρες όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία, τον αντίστοιχο ρόλο τον έπαιζαν τα πολύ δυνατά αγροτικά κινήματα. Στο πλαίσιο αυτό, για να πετύχει κάτι τέτοιο, ο φασισμός ανέπτυξε δύο πολύ χτυπητά χαρακτηριστικά. Από τη μία το τσάκισμα κάθε κομματιού της εργατικής τάξης που ανήκε στο οργανωμένο προλεταριάτο, κάθε κομματιού που δεν συναινούσε(ως προς την συλλογική ιδέα), κάθε σωματίου κτλ., δηλαδή την επιβολή της εργασίας μέσω της δύναμης. Από την άλλη περιλαμβάνει, την εγκόλπωση και αναγνώριση μέρους των αιτημάτων της τάξης, την άνοδο της σε επίπεδο ζωής κτλ., αναγνώριση της δύναμης της και του κομβικού της ρόλου σε έναν κοινωνικό σχηματισμό και στο συλλογικό συμφέρον. Από αυτή την άποψη ο φασισμός ήταν μια μορφή κοινωνικής συναίνεσης και αυτός είναι και ο λόγος που πχ στην Γερμανία κέρδισε μέσω εκλογών. Μέσω μιας διαδικασίας συναίνεσης. Αυτή η συναίνεση αν και είχε σαν κεντρικότητα την «δύναμη» δεν την είχε μόνο ως επιβολή/πειθαρχία για τους εργάτες αλλά και ως υπόσχεση προς αυτούς. Τους έλεγε ουσιαστικά ότι χρειάζονται κοινωνική ειρήνη για να αποκτήσουν δύναμη και μετά να την χρησιμοποιήσουν για τον συλλογικό στόχο.
Έτσι τα φασιστικά κράτη έδιναν την κοινή υπόσχεση που έδινε και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ένα κράτος πρόνοιας, έλεγχος του «εγωϊσμού του κεφαλαίου». Το συνολικό διακύβευμα των αστικών κοινωνιών τότε ήταν η συγκρότηση ενός προνοιακού κράτους. Η Ευρώπη για να το πετύχει αυτό προσπάθησε να επιβάλλει μια ιεραρχία στα καπιταλιστικά κράτη μετά τον πόλεμο(μέσω της συνθήκης των Βερσαλλιών και λοιπών συνθηκών κατά τον μεσοπόλεμο) ώστε να βρει η συσσώρευση τα περιθώρια κερδοφορίας για να το κάνει. Η παραχωρήσεις, και αυξήσεις στους προλετάριους της Αγγλίας και της Γαλλίας μέχρι το 1930, και η γενική άνοδος αυτών των οικονομιών ήταν αποτέλεσμα(και) τις άγριας υποτίμησης της Ιταλίας, της Γερμανίας κτλ. Η λύση που βρήκε η Γερμανία της εποχής ήταν αρχικά ο ισχυρός παρεμβατισμός του Ναζισμού στην οικονομία, και η μείωση των εισαγωγών, η παραβίαση της συνθήκης των Βερσαλλιών ώστε να πάψει να κάνει το φτωχό συνεργάτη της Αγγλίας και της Γαλλίας και τελικά, όταν τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, συνέχισε με την μαζική καταναγκαστική εργασία, δολοφονία και απαλλοτρίωση περιουσιών και επιχειρήσεων από τους εβραίους και άλλες εθνικές μειονότητες. Επίσης σε αυτό συνηγορεί ότι τόσο η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία όσο και στην Γερμανία συνδέθηκε με μια μερική αποσυγκεντρωποίηση του κεφαλαίου. Και οι δύο μορφές κοινωνικού κράτους της εποχής βασίστηκαν στην υποτίμηση «κάποιων άλλων». Η μεσαία τάξη διευρύνθηκε. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η συγκυρία και η μορφή που έδωσε η ταξική πάλη στην σχέση κεφάλαιο, η πλήρης χρηματοπιστοτικοποίηση, θέτει υπό αμφισβήτηση το φαινόμενο του φασισμού, ως λαϊκού κινήματος και κρατικής επιλογής (όπως ήταν δηλαδή το 30′ ).

Η σημερινή θέση του φασισμού
Σήμερα το κράτος στην διαδικασία της αναδιάρθρωσης, αποσύρεται από την κοινωνική αναπαραγωγή, ενώ το εργατικό υποκείμενο, το οποίο πρέπει να ηττηθεί στην ακραία μορφή του, ή να ενσωματωθεί σε ένα κράτος πρόνοιας κάποιου τύπου δεν υπάρχει κάπου στον ορίζοντα..Ο φιλελευθερισμός δεν αρνείται μόνο την ύπαρξη ενός τέτοιου υποκειμένου αλλά το διαλύει και στην πράξη, δηλαδή τους κοινωνικούς όρους ύπαρξης του. Ο φασισμός είναι η υποτίμηση και η διάσπαση της τάξης για την άνοδο-ως προς το κράτος αλλά και ως προς τις συνθήκες ζωής- ενός άλλου κομματιού της τάξης, η τάξη όμως σε πλήρη υπαγωγή είναι ήδη διασπασμένη και αποσαθρωμένη. Η σημερινή καπιταλιστική πραγματικότητα θέλει την συνολική υποτίμηση της αξίας της εργασιακής δύναμης και την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Το κράτος συνεπώς μπαίνει στην συγκυρία ως προς αυτή τη λειτουργία. Από την άλλη το κράτος παραμένει ανοιχτό, δηλαδή δημοκρατικό. Έτσι φαίνεται να βρίσκεται το ίδιο σε κρίση. Από την μία καλείται να υποτιμήσει τους πάντες, γιατί αυτό απαιτεί ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, από την άλλη ο ίδιος αυτός ο καπιταλισμός δεν αντέχει τον παρεμβατισμό στην οικονομία, από ένα κράτος κλειστό που προσπαθεί να μείνει «ουδέτερο» ως προς τον ταξικό ανταγωνισμό. Φαίνεται ότι το κράτος γίνεται αντιφατικό, γίνεται όλο και πιο αυταρχικό, αλλά παραμένει ανοιχτό, παραμένει δημοκρατικό. Αυτό το κάνει γιατί δεν υπάρχει κάτι να αμφισβητήσει την ηγεμονία του, τα σύγχρονα κινήματα δεν έχουν κάποιο πολιτικό πρόγραμμα ούτε αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους με συγκεκριμένους όρους(πχ προλετάριοι, ή γερμανοί εργάτες ενάντια στους Εβραίους) αλλά με αφηρημένα πολιτικούς. Αυτό τα οδηγεί σε άμεσο διάλογο με το κράτος, το κράτος το εγκαλούν ότι δεν κάνει καλά τη δουλειά του αλλά ταυτόχρονα αυτή η κριτική είναι και υπαγωγή στο κράτος, είναι κατάφαση στην πολιτική. Συνεπώς τα κινήματα όπως αυτά των πλατειών, ως μια φετιχοποιημένη μορφή αντικαπιταλισμού, δεν δημιουργούν την ανάγκη το κράτος να «κλείσει», αλλά να βελτιώσουν την αντιπροσώπευση τους σε αυτό, με απώτερο σκοπό την καλύτερη διαχείριση της συσσώρευσης και την μη υποτίμηση. Παρόλα αυτά, αυτό είναι και το όριο τους, καθώς αυτό δεν μπορεί να γίνει, αργά η γρήγορα αυτό θα φανεί. Από την άλλη ο αναδιαρθρωμένος καπιταλισμός και ο συνεχής αποκλεισμός ή επισφάλεια που επιφυλάσσει σε μερικούς, πάλι δεν δημιουργεί την ανάγκη το κράτος να «κλείσει» της πόρτες του, καθώς ούτε αυτό το κομμάτι κινείται προς μια κατεύθυνση πολιτικού προγράμματος ή εκλογικής διαδικασίας, επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας. Συνεπώς το κράτος διατηρεί την ανοιχτή δημοκρατική μορφή του καθώς από την μία βάλλεται από ένα ασαφές αστικό υποκείμενο, από την άλλη οι αποκλεισμένοι δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική τους αντιπροσώπευση, γιατί δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως «κάτι» παρά ως άρνηση της κατάστασης τους. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί και ποιες θα είναι ο μορφές πειθάρχησης που θα πάρει το κράτος σε μια πιθανή κορύφωση της ταξικής πάλης. Φαίνεται όμως ότι δεν θα είναι ίδιες με αυτές του 30.
Τέλος αν πρέπει να  διαγνώσουμε τους τρόπους με τους οποίους το κράτος διαχειρίζεται την κρίση θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε δύο. Από την μία η παραγωγή ενός δημόσιου λόγου που θέλει τους αποκλεισμένους ως «εξωκοινωνική απειλή» που απειλεί την κοινωνία, και στην βάση αυτή θεωρείται ότι δεν εμπίπτει στο δημοκρατικό δίκαιο. Το κράτος έτσι δεν ορίζει απλά το ποιος είναι αποκλεισμένος και ποιος όχι και σε ποιο βαθμό, αλλά ταξινομεί ένα σύνολο κοινωνικών πρακτικών ως εξωκοινωνικών και άρα άμεσα κολάσιμων ποινικά. Αυτό λειτουργεί ενισχυτικά, όχι στην αποδοχή της αναδιάρθρωσης άμεσα, αλλά στον διαχωρισμό και στην αποτροπή της συγκρουσιακής πολλές φορές συνάντησης των πλατειών με το υποκείμενο των ταραχών. Έτσι η εξαργύρωση της αντίστασης γίνεται στην αφηρημένη πλατεία, ή στην πιο αφηρημένη κάλπη, ή και τα δύο, ενώ όταν αυτοί οι αγώνες φτάσουν στο όριο  της κάλπης είναι πλέον πιθανό να συμβιβαστούν τότε με τις παρούσες συνθήκες και να επιλέξουν να μη κάνουν το άλμα, ή την συνάντηση. Στο πλαίσιο αυτό, ο φασισμός είναι  καλύτερος σύμμαχος της δημοκρατίας, ως γραμμή κρούσης, ως ο χρήσιμος μπράβος, που τσακίζει όποιον δεν υπηρετεί το «συλλογικό καλό» και ταυτόχρονα τάζει ανατίμηση σε κάτι κακομοίρηδες, και σε κάθε είδους μικροιδιοκτησία, πάνω στην πλάτη ή το πτώμα άλλων. Η συγκεντροποίηση όμως είναι αδίστακτη, δεν αφήνει περιθώρια για μαζικές διαβαθμίσεις. Θέλει ολική υποτίμηση και πειθαρχία στην εργασία αλλά και προσωπική πρωτοβουλία, έντονο ανταγωνισμό. Οι φασίστες θα είναι συνεχώς μπροστά μας ως μπράβοι και ως ένα μάτσο ανεγκέφαλοι τραμπούκοι. Το ανοιχτό ερώτημα είναι να δρούμε ποιους νέους τρόπους θα βρει το κράτος να διαχειριστεί την αντίφαση του, δηλαδή την δημοκρατικότητα του από τη μια, από την άλλη την κατασταλτικότητα του. Υπό αυτή την άποψη το κράτος θα εμφανίζεται να έχει διαρκώς μια λειτουργία έκτακτης ανάγκης ως προς τις λειτουργίες αποκλεισμού, την παλαιότερη συγκυρία κτλ. Από την άλλη δεν είναι έκτακτο σε κάτι καθώς είναι πολύ συγκεκριμένο ως προς τις παρούσες ανάγκες της συσσώρευσης. Συνεπώς η έκτακτη ανάγκη δεν είναι η άρση της αστικής νομιμότητας, αλλά η προσπάθεια διατήρησης της, μέσα από μια αντιφατική διαδικασία.
Έτσι και αλλιώς ο ρόλος του κράτους, όσες τροποποιήσεις και αν γίνουν ήταν πάντα ένας, η διαχείριση του γενικού μέσου ποσοστού κέρδους. Μέσα σε αυτό προσπαθούσε να στριμώξει πάντα όσους μπορούσε σε διάφορα επίπεδα κερδοφορίας, και να χρειαστεί να αποκλείσει κάποιους. Αυτό μπορεί να το κάνει με την αστυνόμευση, τον αποκλεισμό και την νομιμοποίηση της επισφάλειας, και με ότι άλλο προκύψει. Στην Ελλάδα προέκυψε και κάτι άλλο: η αυτοδιαχείριση ως μια ιδιαίτερη μορφή αυτοαπασχόλησης, και ακόμα περισσότερο η αυτοοργάνωση σε ζητήματα αναγκών κτλ. Τι καλύτερο από το να βρουν οι προλετάριοι από μόνοι τους έναν τρόπο να στριμωχτούν κάπου μέσα στα πλαίσια του ποσοστού κέρδους ή να απαλλάξουν το κράτος από την γκρίνια για την αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: